- Τυφώνια
- Τυφώνιοςof Typhonneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τυφωνία — Τυφωνίᾱ , Τυφώνιος of Typhon fem nom/voc/acc dual Τυφωνίᾱ , Τυφώνιος of Typhon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυφωνία — ἡ, Α πιθ. το φυτό στοιχάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί τυφωνία] … Dictionary of Greek
τυφώνιος — και τυφώνειος και τυφαόνιος, (ε)ία, ον, Α [Τυφῶν, ῶνος / Τυφάων] 1. τυφωνικός 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις β) (κατ επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί 3. το… … Dictionary of Greek